πουράνα

πουράνα
η, Ν
καθένα από τα 18 κατά παράδοση ιερά βιβλία τού ινδουισμού που εκδόθηκαν από τον 4ο ώς τον 8ο αιώνα και που αποτελούν την ινδουιστική Βίβλο για τους απλούς ανθρώπους, σε διάκριση με τις Βέδες, που ήταν προσιτές μόνο στους μυημένους άνδρες τών τριών ανώτερων τάξεων τής Ινδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. purana < αρχ. ινδ. purāna «αρχαίος, αρχαίος μύθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • αβατάρ — Λέξη σανσκριτική, που σημαίνει ενσάρκωση. Οι ινδουιστές υποδηλώνουν με αυτήν τις ενσαρκώσεις του θεού Βισνού, που είναι ένα από τα τρία πρόσωπα της βραχμανικής τριάδας. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο ιερό βιβλίο Πουράνα,στο οποίο γίνεται λόγος για …   Dictionary of Greek

  • Άγνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας, προσωποποίηση της φωτιάς σε κάθε εκδήλωσή της (φωτιάς του βωμού, αστραπής, κεραυνού κλπ.). Επειδή η φωτιά είναι ορατή από τους ανθρώπους, ο Ά. θεωρήθηκε ότι μεταφέρει τα μηνύματα των ανθρώπων προς τους θεούς. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • Τζακάρτα — Πόλη (7.829.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Ινδονησίας, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού Ιάβα, στον μυχό ενός εκτεταμένου κόλπου, που βρέχεται από τη θάλασσα της Ιάβας. Οι Ινδονήσιοι ιστοριογράφοι τοποθετούν την ίδρυση της πόλης στις 22 …   Dictionary of Greek

  • Τριμούρτι — Κατά την ινδουιστική θρησκευτική αντίληψη, η θεία Τριάδα που κυβερνά τον κόσμο (Τ. = Τρίμορφος). Αυτή αποτελείται από τον Βράχμα, θεό δημιουργό, τον Βισνού, συντηρητή, και τον Σίβα, καταστροφέα. Η αντίληψη αυτή είναι σύνθεση 3 τουλάχιστον από τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”